- λεπαδνιστήρ
- λεπαδν-ιστήρ, ῆρος, ὁ,A end of the λέπαδνον, Poll.1.147.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπαδνιστήρ — λεπαδνιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) το άκρο τού λεπάδνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπαδνον, μέσω ενός αμάρτυρου *λεπαδνίζω + επίθημα τήρ, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. βραχιονισ τήρ, κορυφισ τήρ)] … Dictionary of Greek
λεπαδνιστῆρες — λεπαδνιστήρ end of the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)